- ἐπαμμένω
- ἐπαμμένω, poet. for ἐπαναμένω, A.Pr.605 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαμμένω — ἐπαμμένω (Α) ποιητ. τ. αντί επαναμένω περιμένω επιπλέον («ἀλλά μοι τορῶς τεκμήριον ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + μένω] … Dictionary of Greek
επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… … Dictionary of Greek